- πυκνότατος
- πυκνόςclosemasc nom superl sgπυκνοςwith pointed bottommasc nom superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάμπυκνος — πάμπυκνος, ον (Μ) πυκνότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πυκνός] … Dictionary of Greek
πουκότατος — άτη, ον, Α (εσφ. γρφ.) πυκνότατος … Dictionary of Greek
Έφεσος — Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, κοντά στις εκβολές του Καΰστρου, στις ακτές του Αιγαίου. Η Έ. αναπτύχθηκε γύρω από το τιμημένο ιερό μιας προελληνικής θεότητας της ευφορίας, την οποία οι Έλληνες ταύτιζαν με την Άρτεμη· αποικίστηκε από τους Ίωνες… … Dictionary of Greek